-
1 фабрика
η βιοτεχνία, το εργοστάσιο, η φάμπρικα (ξεν.)прядильная - η κλωστοϋφαντουργία, το κλωστοϋφαντουργείοτο κλωστήριο, το νηματουργείο, табачная - το καπνεργοστάσιοткацкая - το υφαντήριο, το υφαντουργείοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фабрика